Η υπέροχη τηλεοπτική παρέα των Καρντάσιανς, φιλοξένησε τον Τζέρι Ούγκεν. Και το τηλεοπτικό κοινό είχε την ευκαιρία να μάθει την απίστευτη ιστορία του τερματοφύλακα που ήρθε από τη Νιγηρία στην Ελλάδα για να κυνηγήσει το όνειρό του. Ένα όνειρο που κατάφερε να το πραγματοποιήσει. Μέχρι που ένα ατύχημα τον ανάγκασε να βγει στο δρόμο και για να επιβιώσει να αρχίσει να πουλάει ρολόγια και CD’s στην επαρχία και τα πανηγύρια.
«Ήμουν τερματοφύλακας στην Εθνική Νιγηρίας . Και ήρθα στην Ελλάδα για ένα καλύτερο μέλλον. Ξεκίνησα με τον Απόλλωνα Αθηνών και ήμουν έτοιμος να συνεχίσω την καριέρα μου στον Παναθηναϊκό. Έσπασα όμως το πόδι μου. Και σε μια στιγμή κατέρρευσαν τα πάντα. Από εκεί που ήμουν βασιλιάς, έγινα υπηρέτρια», τόνισε ο ίδιος.
Απελπισμένος και χωρίς να έχει τα απαραίτητα για την επιβίωσή του, πούλησε ό,τι είχε και δεν είχε, το αυτοκίνητό του και μετέπειτα τα χρυσά του δαχτυλίδια στην Ομόνοια. Εκεί γνώρισε κι άλλους Νιγηριανούς και τους ρώτησε πως ζουν, που δουλεύουν, τι κάνουν για να τα βγάλουν πέρα. Του είπαν πως οργώνουν την Ελλάδα, πουλώντας ρολόγια και CD’s.
«Δέχτηκα αμέσως, τους είπα πάρτε με. Από το να έμπλεκα, ή να πουλούσα ναρκωτικά, ήταν κάτι που το προτιμούσα. Κούρεψα τα μαλλιά μου και ξύρισα το μουστάκι μου για να μη με αναγνωρίσουν, μπήκα σε ένα αυτοκίνητο μαζί τους, φτάσαμε στη Λακωνία και μετά χωριστήκαμε. Δεν ήξερα ούτε καλά Ελληνικά και μου έμαθαν τα βασικά».
Κατόπιν ο ίδιος αναφέρθηκε σε ένα περιστατικό που δεν το έχει ξεχάσει ακόμα. Σε ένα πανηγύρι, για να αγοράσει κάποιος ένα ρολόι, του είπε να ανέβει στο τραπέζι και να αρχίσει να χορεύει. Και εκείνος το έκανε, γιατί δεν είχε καθόλου λεφτά. Και μετά, κάθε φορά που τον αναγνώριζαν, αρνιόταν τα πάντα. Ακριβώς όπως έκανε όταν βρέθηκε μούρη με μούρη με έναν παλιό του συμπαίκτη. «Τον Τζέρι Ούγκεν τι τον έχεις»; τον ρώτησε. «Είναι αδερφός μου, έχει γυρίσει στη Νιγηρία», του απάντησε. Από ντροπή.
Δεν έλειψαν όμως και τα ρατσιστικά επεισόδια. Εκείνος όμως δεν έδινε την παραμικρή σημασία. Του λέγανε να φύγει από την Ελλάδα, αλλά εκείνος κρατούσε σφιχτά την άδεια γάμου του με Ελληνίδα, που είχε πάντα στην τσέπη του.
Δύο γάμοι με Ελληνίδες. Μια κόρη από τον πρώτο, δυο γιοι από τον δεύτερο. Τη δεύτερη γυναίκα του, με την οποία είναι ακόμα μέχρι σήμερα, τη γνώρισε τη νύχτα, όταν δούλευε πορτιέρης –πριν είχε δουλέψει ως σωματοφύλακας και φωτομοντέλο- είχε ένα μικρό γυμναστήριο και τη βοήθησε να το μεγαλώσει.
Όταν γνώρισε μάλιστα τον πατέρα της, τα βρήκε δύσκολα, μια κι εκείνος δεν τον ήθελε καθόλου. «Θα αυτοκτονήσω, σε σπούδασα, σε έστειλα στο εξωτερικό και μου έφερες εδώ έναν μαύρο;»
Σήμερα όμως οι δυο τους έχουν εξαιρετικές σχέσεις, γιατί είδε πόσο αγαπούσε την κόρη του.
Βγάζοντας χρήματα, αποφάσισε να βοηθήσει τους παλιούς του φίλους, εκείνους που πούλαγαν μαζί ρολόγια και CD’s και τους έστειλε σε διάφορες ομάδες να παίξουν μπάλα γιατί ήταν μεγάλα ταλέντα.
Ώσπου μια μέρα τον πήραν τηλέφωνο από τον Αστέρα Τρίπολης και άλλαξε ξανά η ζωή του.
Κλείνοντας έστειλε το δικό του μήνυμα στους Έλληνες: «Αυτές οι μέρες, οι μέρες της κρίσης, είναι δύσκολες. Θέλω να πω όμως σε όλους να μην τα παρατάνε. Να πιστεύουν πως αυτό είναι προσωρινό, να έχουν πίστη».